- ὀρθότερος
- ὀρθόςstraightmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
αναισθησιτικός — ή, ό (φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)] … Dictionary of Greek
γαλατορρωμαϊκός — ή, ό ορθότερος τύπος αντί τού γαλλορρωμαϊκός αυτός που αναφέρεται στους Γαλάτες και τους Ρωμαίους … Dictionary of Greek
γυρτός — και γειρτός και γιρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος 2. επικλινής 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ , έγειρα, αόρ. τού γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με… … Dictionary of Greek
ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… … Dictionary of Greek
μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
υδροποτώ — ὑδροποτῶ, έω, ΝΜΑ, και πιθ. ορθότερος τ. ὑδροπωτῶ, έω, Α [υδροπότης] είμαι υδροπότης … Dictionary of Greek
ωλλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ βραχίονος καμπή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματική αιολ. μορφή (< *ὠλν ο ς) τής λ. ὠλένη*. Ο τ. ὦλον, που παραδίδει αλλού ο Ησύχιος (βλ. λ. ὦλος), είναι ορθότερος ως προς τον τονισμό] … Dictionary of Greek